ῥεμβῶδες

ῥεμβῶδες
ῥεμβώδης
roving
masc/fem voc sg
ῥεμβώδης
roving
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρομαντισμός — ο λογοτεχνική και καλλιτεχνική τάση προς το ιδανικό, το ρεμβώδες και το παθητικό, υπερβολική αισθηματολογία: Ο ρομαντισμός έδωσε μερικά έξοχα λογοτεχνικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”